- κατήλυσις
- κατήλυσιςgoing downfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατήλυσις — κατήλυσις, ύσεως, ἡ (Α) 1. η προς τα κάτω πορεία, κατάβαση, κάθοδος, πτώση 2. επάνοδος, επιστροφή («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήλυσις (< θ. ελυθ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω… … Dictionary of Greek
κατηλύσει — κατήλυσις going down fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατηλύσεϊ , κατήλυσις going down fem dat sg (epic) κατήλυσις going down fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήλυσιν — κατήλυσις going down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηλύσεως — κατηλύσεω̆ς , κατήλυσις going down fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)